τορευτικός

τορευτικός
-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τορεύω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τορευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τόρευση ή τον τορευτή (βλ. λλ.): Τορευτική δημιουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορευτική, η η τέχνη της καλλιτεχνικής επεξεργασίας ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κτλ. με σμίλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορευτική — τορευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορευτικήν — τορευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”